- μολύνομαι
- μολύ̱νομαι , μολύνωstainaor subj mid 1st sg (epic)μολύ̱νομαι , μολύνωstainpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολύνομαι — μολύνομαι, μολύνθηκα, μολυσμένος βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναλίσγομαι — Α μολύνομαι λόγω συναναστροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλισγοῦμαι «μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς»] … Dictionary of Greek
осквьрнѧтисѧ — ОСКВЬРНѦ|ТИСѦ (21), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Пачкаться, грязниться; быть испачканным, загрязненным: и сл҃нце тако же на неч(с)та˫а мѣста ѡси˫аеть, но не ѡсквернѧѥтьсѧ. (οὐ μολύνεται) Пч н. XV (1), 5; попираема есть [земля] ѿ чл҃вкъ и ѿ прочи(х) животинъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλισγώ — ἀλισγῶ ( έω) (Α) μιαίνω με απαγορευμένη τροφή, μολύνω παθ. ἀλισγοῡμαι μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμό άγνωστης ετυμολογικής προελεύσεως. Κατά μια άποψη το ρήμα είναι πιθ. να προήλθε από συμφυρμό τού ρ. ἀλίνω*… … Dictionary of Greek
αναπίμπλημι — ἀναπίμπλημι (Α) [πίμπλημι] 1. (για δοχεία) γεμίζω εντελώς, ξεχειλίζω 2. εκπληρώνω το πεπρωμένο 3. υποφέρω 4. γεμίζω κάποιον με κάτι 5. παθ. μολύνομαι … Dictionary of Greek
ανομόργνυμι — ἀνομόργνυμι (Α) 1. σφουγγίζω, προστρίβω 2. μέσ. προστρίβομαι, μολύνομαι … Dictionary of Greek
βρομεύω — [βρόμα] 1. μυρίζω άσχημα 2. μολύνομαι, σαπίζω … Dictionary of Greek
εκμολύνομαι — ἐκμολύνομαι (Α) μολύνομαι, μιαίνομαι … Dictionary of Greek
καταμιαιφονούμαι — καταμιαιφονοῡμαι, έομαι (Α) μιαίνω, μολύνω τον εαυτό μου με φόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μιαι φονοῦμαι «μολύνομαι με φόνο»] … Dictionary of Greek
καταπαλάσσομαι — (Μ) μολύνομαι, μιαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλάσσομαι (μέσ. τού παλάσσω «ραντίζω μολύνω»)] … Dictionary of Greek